καρυόκουφος: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(No difference)
|
Revision as of 06:38, 29 September 2017
Greek Monolingual
καρυόκουφος, -ον (Α)
ελαφρός σαν καρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κοῡφος «ελαφρός»].
(19) |
(No difference)
|
καρυόκουφος, -ον (Α)
ελαφρός σαν καρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κοῡφος «ελαφρός»].