έξορκος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(12)
(No difference)

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἔξορκος, -ον (Α)
αυτός που ορκίζει («ἔξορκος βοὰ κήρυκος ἐσθλοῡ» — φωνή του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, Πίνδ.).