κήρυκος

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ, nach E. M. 775, 26 äolisch = κήρυξ.

Greek Monolingual

κήρυκος, -ύκου, ὁ (Α)
βλ. κήρυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κήρυξ κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. κόρακος - κόραξ)]·