κατάχρυσος: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> en or;<br /><b>2</b> doré.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρυσός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> en or;<br /><b>2</b> doré.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χρυσός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρυσος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]], [[χρυσοστόλιστος]], [[χρυσοποίκιλτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, [[πολλά]] προτερήματα, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό, [[ολόχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πλούσιος]] σε χρυσό, αυτός που περιέχει πολύ χρυσό, [[χρυσοφόρος]] («[[κατάχρυσος]] [[ψάμμος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο επιφανειακά μόνο [[χρυσός]], [[κίβδηλος]], [[κάλπικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχρύσως</i> (Α)<br />προσποιητά, επιτηδευμένα.
}}
}}