Anonymous

κατάχρυσος: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρυσος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]], [[χρυσοστόλιστος]], [[χρυσοποίκιλτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, [[πολλά]] προτερήματα, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό, [[ολόχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πλούσιος]] σε χρυσό, αυτός που περιέχει πολύ χρυσό, [[χρυσοφόρος]] («[[κατάχρυσος]] [[ψάμμος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο επιφανειακά μόνο [[χρυσός]], [[κίβδηλος]], [[κάλπικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχρύσως</i> (Α)<br />προσποιητά, επιτηδευμένα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάχρυσος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, [[επίχρυσος]], [[χρυσοστόλιστος]], [[χρυσοποίκιλτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, [[πολλά]] προτερήματα, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό, [[ολόχρυσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πλούσιος]] σε χρυσό, αυτός που περιέχει πολύ χρυσό, [[χρυσοφόρος]] («[[κατάχρυσος]] [[ψάμμος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο επιφανειακά μόνο [[χρυσός]], [[κίβδηλος]], [[κάλπικος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχρύσως</i> (Α)<br />προσποιητά, επιτηδευμένα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάχρῡσος:''' -ον, επιστρωμένος με φύλλα χρυσού, [[επίχρυσος]], σε Λουκ.
}}
}}