κατυβρίζω: Difference between revisions

20
(6_23)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατυβρίζω''': κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.
|lstext='''κατυβρίζω''': κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατυβρίζω]] (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[καθυβρίζω]].
}}
}}