κατυβρίζω

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατυβρίζω Medium diacritics: κατυβρίζω Low diacritics: κατυβρίζω Capitals: ΚΑΤΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: katybrízō Transliteration B: katybrizō Transliteration C: katyvrizo Beta Code: katubri/zw

English (LSJ)

Ion. for καθυβρίζω.

Russian (Dvoretsky)

κατυβρίζω: ион. = καθυβρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατυβρίζω: κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.

Greek Monolingual

κατυβρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. καθυβρίζω.

Greek Monotonic

κατυβρίζω: κατ-ύπερθε, κατ-υπέρτερος, κατ-υπνόω, Ιων. αντί καθ-.