3,273,773
edits
(T22) |
(20) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=κατοικίας, ἡ ([[κατοικέω]]), [[dwelling]], [[habitation]]: Sept.; [[Polybius]] 2,32, 4; Strabo, [[Plutarch]], others.) | |txtha=κατοικίας, ἡ ([[κατοικέω]]), [[dwelling]], [[habitation]]: Sept.; [[Polybius]] 2,32, 4; Strabo, [[Plutarch]], others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κατοικία]], η (AM [[κατοικία]]) [[κατοικώ]]<br /><b>1.</b> [[χώρος]] [[περίφρακτος]] και στεγασμένος στον οποίο διαμένει [[κάποιος]], το [[οικοδόμημα]] στο οποίο κατοικεί [[κάποιος]], το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο κατοικεί [[κάποιος]], [[τόπος]] διαμονής (α. «έχει την [[κατοικία]] του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῑν τὴν κατοικίαν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[στήνω]] [[κατοικία]]» — εγκαθίσταμαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> κοινωνικό [[σύνολο]], [[κοινωνία]]<br /><b>2.</b> [[κατοίκηση]], [[διαμονή]] («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποικία]] («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] ανθρώπων από κάποια [[φυλή]] που κατοικούν σε [[ξένη]] [[χώρα]]. | |||
}} | }} |