κατοικία
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ἡ,
A habitation, βαρβάρων Hecat.119 J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. Plb.5.78.5; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. Str.5.4.8; farm, village, Plb.2.32.4, etc.: generally, dwelling place, Act.Ap.17.26; domicile, Mitteis Chr.31 i 23 (ii B.C.).
2 settlement, colony, Str.5.4.11; especially of military colonies in Egypt, PTeb.61(b).227 (ii B.C.), etc.; also, = Lat. colonia, Str.6.2.5, Plu.Ant.16,App.BC5.19; κατοικίαι πόλεων foundation of colonies, Plu.Pomp.47.
3 body of residents in a foreign city, ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων IGRom.4.834.
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, Wohnung, Ansiedlung, Colonie; Strab. V, 249 u. öfter; Plut. Ant. 16; πόλεων Pomp. 47; τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Pol. 5, 78, 4, bei dem es auch Landhäuser bedeutet, 2, 32, 4. 5, 77, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
établissement d'une colonie ; colonie;
NT: lieu d'habitation, habitat.
Étymologie: κατά, οἰκία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοικία -ας, ἡ [κάτοικος] woonplaats. NT. (stichting van een) kolonie:. κατοικίας πόλεων... ἔγραφεν hij stelde stichting van kolonies voor Plut. Pomp. 47.5.
Russian (Dvoretsky)
κατοικία: ἡ
1 заселение, колонизация (τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Polyb.);
2 основание, закладывание (κατοικίαι πόλεων Plut.);
3 селение, поселок, деревня (αἱ τῶν Μυσῶν κατοικίαι Polyb.; τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τῶν κατοικιῶν συνάγειν Plut.).
English (Strong)
residence (properly, the condition; but by implication, the abode itself): habitation.
English (Thayer)
κατοικίας, ἡ (κατοικέω), dwelling, habitation: Sept.; Polybius 2,32, 4; Strabo, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
και κατοικία, η (AM κατοικία) κατοικώ
1. χώρος περίφρακτος και στεγασμένος στον οποίο διαμένει κάποιος, το οικοδόμημα στο οποίο κατοικεί κάποιος, το σπίτι
2. ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, τόπος διαμονής (α. «έχει την κατοικία του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κατοικίαν», Στράβ.)
μσν.
φρ. «στήνω κατοικία» — εγκαθίσταμαι
μσν.-αρχ.
1. κοινωνικό σύνολο, κοινωνία
2. κατοίκηση, διαμονή («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», Πολ.)
αρχ.
1. αποικία («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», Στράβ.)
2. σύνολο ανθρώπων από κάποια φυλή που κατοικούν σε ξένη χώρα.
Greek Monotonic
κατοικία: ἡ, τόπος διαμονής, αποικία· ίδρυση αποικίας, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικία: ἡ, τόπος, εν ᾧ κατοικεῖ τις, Πολύβ. 5. 78, 5·― ἀγροκήπιον, χωρίον, ὁ αὐτ. 2. 32, 4, κτλ. 2) πολίχνη, κώμη, ἀποικία, Στράβ. 246. 249, κτλ.·― ὡσαύτως ἵδρυσις ἀποικίας, Πλουτ. Πομπ. 47.
Middle Liddell
κατοικία, ἡ, [from κατοικέω
a settlement, colony: the foundation of a colony, Plut.
Chinese
原文音譯:katoik„a 卡胎企阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下 家
字義溯源:住處^,居住,居所。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
同義字:1) (ὄρνεον)住處 2) (ὄρινξ / ὄρνις)住處,居住 3) (οἰκητήριον)住所,房屋 4) (σκηνή)帳棚
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 居住(1) 徒17:26
Translations
dwelling
Arabic: مَنْزِل, سَكَن; Moroccan Arabic: سكنة; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה, דיור, מגורים, שכן; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋; Orok: дуку; Pashto: کور, خونه; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse
colony
Afrikaans: kolonie; Albanian: koloni; Arabic: مُسْتَعْمَرَة, مُسْتَمْلَكَة; Armenian: գաղութ; Azerbaijani: müstəmləkə; Belarusian: калонія, калёнія; Bengali: উপনিবেশ; Bulgarian: колония; Burmese: ကိုလိုနီ; Catalan: colònia; Chinese Mandarin: 殖民地; Czech: kolonie; Danish: koloni; Dutch: kolonie; Esperanto: kolonio; Estonian: koloonia; Finnish: siirtomaa; French: colonie; Galician: colonia; Georgian: კოლონია; German: Kolonie, Pflanzung, Pflanzstadt; Greek: αποικία; Ancient Greek: ἀποικία, ἀποικίη, ἀποικίς, ἄποικος, ἄποικος πόλις, ἐπιϝοικία, ἐποικία, κατοικία, κληρουχία, κολωνεία, κολωνία, κτίσμα, πόλις ἄποικος; Hebrew: מוֹשָׁבָה, קוֹלוֹנְיָה; Hindi: कॉलोनी, उपनिवेश; Hungarian: gyarmat; Icelandic: nýlenda; Indonesian: koloni; Italian: colonia; Japanese: コロニー, 植民地; Kazakh: отарлау саясаты, отар, отаршы; Khmer: អាណានិគម; Korean: 식민지(植民地), 콜로니; Kurdish Northern Kurdish: mêtingeh, kolonî; Kyrgyz: колония; Lao: ຫົວເມືອງຂຶ້ນ; Latin: colonia; Latvian: kolonija; Lithuanian: kolonija; Macedonian: колонија; Malay: jajahan, koloni; Maori: koroni; Mongolian Cyrillic: колони; Moore: tẽn-yãmbga; Norwegian Bokmål: koloni; Nynorsk: koloni; Pashto: مستعمره; Persian: مستعمره, مستملکه; Polish: kolonia; Portuguese: colônia; Quechua: mitma; Romanian: colonie; Russian: колония, поселение; Scottish Gaelic: tuineachas; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̀ло̄нија; Roman: kòlōnija; Slovak: kolónia; Slovene: kolonija; Spanish: colonia; Swedish: koloni; Tagalog: sakupbayan, kolonya; Tajik: мустамлика, мустамлака; Tatar: колония; Telugu: వలసదేశము; Thai: อาณานิคม, ประเทศราช, เมืองขึ้น; Turkish: koloni, sömürge, müstemleke; Turkmen: koloniýa; Ukrainian: колонія; Uyghur: مۇستەملىكە, كولونىيە; Uzbek: mustamlaka, koloniya; Vietnamese: thuộc địa; Welsh: trefedigaeth, gwladfa; Yiddish: קאָלאָניע