Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλιμακωτός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(6_11)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῑμᾰκωτός''': -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κλιμακόω, πεποιημένος ὡς κλῖμαξ, ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν μερῶν ὑπερκειμένων [[ἀλλήλων]], Πολύβ. 5. 59, 9, ΙΙ. κλιμακωτὸν [[σχῆμα]] = κλῖμαξ IV, [[σχῆμα]] ῥητορικόν, Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 286, 19, κτλ.
|lstext='''κλῑμᾰκωτός''': -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κλιμακόω, πεποιημένος ὡς κλῖμαξ, ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν μερῶν ὑπερκειμένων [[ἀλλήλων]], Πολύβ. 5. 59, 9, ΙΙ. κλιμακωτὸν [[σχῆμα]] = κλῖμαξ IV, [[σχῆμα]] ῥητορικόν, Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 286, 19, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλιμακωτός]], -ή, -όν) [[κλίμαξ]]. ο σχηματισμένος με [[μορφή]] κλίμακας, ο διατεταγμένος [[κατά]] βαθμίδες, [[σκαλωτός]], [[αμφιθεατρικός]] («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> ([[μετρική]]) α) «[[κλιμακωτός]] [[στίχος]]» — ο [[στίχος]] στον οποίο [[κάθε]] [[λέξη]] [[κατά]] [[σειρά]] [[είναι]] [[κατά]] μία [[συλλαβή]] μεγαλύτερη από την προηγούμενη<br />β) «κλιμακωτό [[ποίημα]]» — το [[ποίημα]] στο οποίο ο [[κάθε]] [[στίχος]] καταλήγει με την [[επανάληψη]] της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης<br />γ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[παράταξη]]» — η [[παράταξη]] [[κατά]] κλιμάκια, [[κατά]] τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά<br />δ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[βολή]]» — [[βολή]] που εκτελείται με βαθμιαία [[ανύψωση]] του όπλου ή του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακωτὸν [[σχῆμα]]» — το ρητορικό [[σχήμα]] [[κλίμαξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλιμακωτά</i><br />με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, [[κατά]] βαθμίδες.
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμακωτός Medium diacritics: κλιμακωτός Low diacritics: κλιμακωτός Capitals: ΚΛΙΜΑΚΩΤΟΣ
Transliteration A: klimakōtós Transliteration B: klimakōtos Transliteration C: klimakotos Beta Code: klimakwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A made like a ladder or stairs, terraced, πρόσβασις Plb.5.59.9.    II κ. σχῆμα, = κλῖμαξ IV, Hermog.Id.1.12.

German (Pape)

[Seite 1453] (adj. verb. zu dem nicht vorkommenden κλιμακόω), wie eine Leiter oder Treppe gemacht; πρόσβασις Pol. 5, 59, 9; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κλιμακόω, πεποιημένος ὡς κλῖμαξ, ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν μερῶν ὑπερκειμένων ἀλλήλων, Πολύβ. 5. 59, 9, ΙΙ. κλιμακωτὸν σχῆμα = κλῖμαξ IV, σχῆμα ῥητορικόν, Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 286, 19, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κλιμακωτός, -ή, -όν) κλίμαξ. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. (μετρική) α) «κλιμακωτός στίχος» — ο στίχος στον οποίο κάθε λέξη κατά σειρά είναι κατά μία συλλαβή μεγαλύτερη από την προηγούμενη
β) «κλιμακωτό ποίημα» — το ποίημα στο οποίο ο κάθε στίχος καταλήγει με την επανάληψη της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης
γ) στρ. «κλιμακωτή παράταξη» — η παράταξη κατά κλιμάκια, κατά τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά
δ) στρ. «κλιμακωτή βολή» — βολή που εκτελείται με βαθμιαία ανύψωση του όπλου ή του πυροβόλου
αρχ.
φρ. «κλιμακωτὸν σχῆμα» — το ρητορικό σχήμα κλίμαξ.
επίρρ...
κλιμακωτά
με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, κατά βαθμίδες.