κολπαβρός: Difference between revisions

21
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολπαβρός''': -όν, Ἰων. ἀντὶ κολφαβρός, ἔχων ἁβρὸν κόλπον, Εὐστ. 1745. 60.
|lstext='''κολπαβρός''': -όν, Ἰων. ἀντὶ κολφαβρός, ἔχων ἁβρὸν κόλπον, Εὐστ. 1745. 60.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολπαβρός]], -όν (Α)<br />αυτός που έχει αβρό [[κόλπο]], τρυφερό κόρφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολπαβρός]] ([[αντί]] <i>κολφαβρός</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἁβρός]].
}}
}}