κολπαβρός

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολπαβρός Medium diacritics: κολπαβρός Low diacritics: κολπαβρός Capitals: ΚΟΛΠΑΒΡΟΣ
Transliteration A: kolpabrós Transliteration B: kolpabros Transliteration C: kolpavros Beta Code: kolpabro/s

English (LSJ)

κολπαβρόν, Ion. for κολφ-αβρός, soft of bosom, Eust.1745.60.

German (Pape)

[Seite 1475] mit weichem, zartem Busen, ion. für κολφαβρός, Eust. 1745, 60; aber der Accent ist auffallend.

Greek (Liddell-Scott)

κολπαβρός: -όν, Ἰων. ἀντὶ κολφαβρός, ἔχων ἁβρὸν κόλπον, Εὐστ. 1745. 60.

Greek Monolingual

κολπαβρός, -όν (Α)
αυτός που έχει αβρό κόλπο, τρυφερό κόρφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολπαβρός (αντί κολφαβρός) < κόλπος + ἁβρός.