Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρεμμυδοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(21)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που τρώγει πολλά κρεμμύδια
2. το έντομο κρομμυδοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο-φάγος, χορτο-φάγος.