κοτυλαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
(21)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

κοτυλαῑος, -αία, -ον (Μ) κοτύλη
αυτός που χωρεί σε μια κοτύλη, σε ένα κύπελλο, που είναι ίσος με μια κοτύλη, λιγοστός.