κύπελλο

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

το (Α κύπελλον)
νεοελλ.
1. ποτήρι πήλινο, πορσελάνινο, πλαστικό ή μετάλλινο με το οποίο πίνεται το γάλα ή άλλο αφέψημα, φλιτζάνι
2. (στον αθλητισμό) αγγείο από πολύτιμο συνήθως μέταλλο σε σχήμα κύλικα ή αμφορέα που δίνεται ως έπαθλο στους νικητές κάποιου αγώνα
3. ξυλώδες περίβλημα του καρπού πολλών φυτών, δαχτυλήθρα
αρχ.
1. είδος ποτηριού κοσμημένου με άνθη ή πολύτιμους λίθους με το οποίο πινόταν το κρασί, κούπα («ἐδέξατο χειρὶ κύπελλον», Ομ. Ιλ.)
2. δοχείο για γάλα
3. στον πληθ. τὰ κύπελλα
τα κομμάτια ψωμιού που έμεναν στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυπ- (πιθ. < γλώσσα Ησύχ. κύπη
τρώγλη) + -ελλο, που προήλθε από τη σύναψη του -λ- με το επίθημα -yo. Η λ. συνδέεται με λατ. cupa, αρχ. ινδ. kūpa- «λάκος, κοιλότητα» και απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kupera = κύπελλα].