μακκούρα: Difference between revisions

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
(6_4)
 
(23)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακκούρα''': «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους» Ἡσύχ.
|lstext='''μακκούρα''': «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μακκούρα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. [[μακέλη]] / [[μάκελλα]] και [[μάκκορ]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:43, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μακκούρα: «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μακκούρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. μακέλη / μάκελλα και μάκκορ].