μακκούρα

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek (Liddell-Scott)

μακκούρα: «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μακκούρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. μακέλη / μάκελλα και μάκκορ].