μεταγωγικός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(24)
(No difference)

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μεταγωγικός, -ή, -όν) μεταγωγή
ο ικανός ή κατάλληλος να μεταφέρει, μεταφορικόςμεταγωγικό σώμα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεταγωγικό
μεταφορικό μέσο, κυρίως του στρατού, όπως ζώο, όχημα, αεροσκάφος, πλοίο, το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές.
επίρρ...
μεταγωγικῶς (Μ)
κατά μεταγωγή.