ακρομόλυβδος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀκρομόλυβδος, -ον (Α)
αυτός που έχει μολύβι στην άκρη
«ἀκρομόλυβδον δίκτυον» (Ανθ. Παλ. 6, 30).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + μόλυβδος.