μολύβι
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
Greek Monolingual
και μολίβι, το (Α μολύβιον και μολίβιον και μολύβδιον, Μ μολύβιν και μολύβι και μολύβδι)
νεοελλ.
1. όργανο γραφής από γραφίτη ή άλλη χρωστική ύλη που περιέχεται σε λεπτό ξύλινο κύλινδρο, αλλ. μολυβδοκόντυλο
2. βλήμα πυροβόλου όπλου κατασκευασμένο από μόλυβδο
3. η μολυβήθρα
4. καθετί που είναι πολύ βαρύ
νεοελλ.-μσν.
το μέταλλο μόλυβδος
αρχ.
1. τεμάχιο μολύβδου
2. μολυβδωμένος σωλήνας
3. μήλη για εξέταση της μήτρας
4. υποκορ. του μόλυβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβ-ιον < μόλυβος + υποκορ. κατάλ. -ιον. Ο τ. μολύβδιον < μόλυβδος.