ακρονιφής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(2)
(No difference)

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀκρονιφής (-οῡς), ές (Α)
αυτός που έχει χιόνια στην κορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νιφὴς < αιτ. νίψα «χιόνι»].