ακρονιφής: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(2) |
(No difference)
|
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(2) |
(No difference)
|
ἀκρονιφής (-οῡς), ές (Α)
αυτός που έχει χιόνια στην κορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νιφὴς < αιτ. νίψα «χιόνι»].