χιόνι

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

το / χιόνιν, ΝΜ χιών, χιόνος]
1. (μετεωρ.) ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα από νερό σε στερεά κατάσταση το οποίο κρυσταλλώνεται στην ατμόσφαιρα και πέφτει στην επιφάνεια της Γης με τη μορφή ελαφρών λευκών νιφάδων
2. συνεκδ. οι νιφάδες, καθώς και το στρώμα που αυτές σχηματίζουν στο έδαφος
3. μτφ. καθετί που είναι λευκό σαν το χιόνι (α. «τα μαλλιά του ήταν άσπρα σαν χιόνι» β. «τὸν δάον τὸν ἐκαβαλλίκευσεν
ὡς χιόνιν ἧτο ἄσπρος», Λίβ. Ρόδ.)
νεοελλ.
1. μτφ. α) πράγμα πολύ ψυχρό («τα χέρια μου έγιναν χιόνι»)
β) πράγμα κατάλευκο («με το καινούργιο απορρυπαντικό, τα ασπρόρουχα έγιναν χιόνι»)
2. φρ. α) «μαθημένα τα βουνά στα χιόνια» — δηλώνει ότι ο άνθρωπος που έχει μεγάλη πείρα της ζωής δεν πτοείται από τις αντιξοότητές της
β) «σαν τα χιόνια» — παιγνιώδης αναφώνηση σε επισκέπτη που έχει να φανεί πολύ καιρό
γ) «μέ αγαπά σαν το χιόνι στον κόρφο του» — μέ αποστρέφεται, μέ μισεί
δ) «σαν [το] χιόνι στον κόρφο μου» — εκφράζει φρίκη ή απέχθεια
ε) «διασκόπηση χιονιού»
(μετεωρ.) υδρολογική έρευνα κατά την οποία λαμβάνονται δείγματα χιονιού με ειδικούς πυρηνολήπτες από ένα εποχικό χιονοκάλυμμα
στ) «τήξη χιονιού»
(μετεωρ.) διεργασία κατά την οποία το χιόνι μετατρέπεται σε νερό
ζ) «γραμμή διαρκούς χιονιού»
(μετεωρ.) το κατώτατο όριο του μόνιμου χιονιού, αυτού δηλαδή που δεν προλαβαίνει να λειώσει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού προτού πέσει καινούργιο το φθινόπωρο, αλλ. γραμμή αιώνιου χιονιού.