αλεκτοροειδής: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές
ο όμοιος με αλέκτορα ή με κάποια ιδιότητα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέκτορας + -ειδής < εἶδος.