Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(-έω)αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο- + δρόμος.