French (Bailly abrégé)
crase att. et poét. p. τὸ ὀπίσω.
Russian (Dvoretsky)
τοὐπίσω: in crasi = τὸ ὀπίσω.
Greek (Liddell-Scott)
τοὐπίσω: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ὀπίσω, Εὐρ. Ἀποσπ. 50, Θουκ. 4. 4, κλπ.
Greek Monotonic
τοὐπίσω: κράση αντί τὸ ὀπίσω, σε Θουκ.