ἀμαιμάκετος: Difference between revisions

3
(big3_3)
(3)
Line 27: Line 27:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀμεμακ- Hsch.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον Hes.<i>Sc</i>.207]<br /><b class="num">1</b> [[terriblemente furioso]], [[monstruoso]], [[irresistible]], [[contra lo que no hay fuerza humana]] de seres monstruosos y de elementos, de la Quimera <i>Il</i>.6.179, 16.329, de las Furias, S.<i>OC</i> 127, Κρονίων Orph.<i>A</i>.23, θήρ del león de Nemea, Theoc.25.258, ἀλκὴ (κήτεων) Opp.<i>H</i>.1.361, ταῦρος Nonn.<i>D</i>.11.161, θάλασσα Hes.<i>Sc</i>.207, πόντος Pi.<i>P</i>.1.14, τριόδους Pi.<i>I</i>.8.35, [[ἔγχος]] A.R.3.1232, ὀϊστοί Orph.<i>A</i>.177, ἀμαιμακέτοις ... βυθοῖς profundidades espantosas</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3575 (II a.C.), ποτὸν ἀχρήιστον ἀμαιμακέτου πίεν ἅλμης (Leandro) bebió un funesto brebaje de irresistible salmuera en el momento de ahogarse</i>, Musae.328<br /><b class="num">•</b>del fuego, Hes.<i>Th</i>.319, S.<i>OT</i> 177<br /><b class="num">•</b>fig. μένος Pi.<i>P</i>.3.33, κινηθμός Pi.<i>P</i>.4.208, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[que resiste a los elementos enfurecidos]] ἱστός <i>Od</i>.14.311<br /><b class="num">•</b>fig. [[tozudo]], [[tenaz]] νεῖκος B.11.64.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Varias hipótesis, pero ninguna segura: 1) De μαιμάω, μαιμάσσω, c. ἀ- intens. 2) De la raíz de μακρός. 3) De ἀ- priv. y μάχομαι, c. var. κ por χ del mismo tipo que [[δέκομαι]]/[[δέχομαι]].
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀμεμακ- Hsch.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον Hes.<i>Sc</i>.207]<br /><b class="num">1</b> [[terriblemente furioso]], [[monstruoso]], [[irresistible]], [[contra lo que no hay fuerza humana]] de seres monstruosos y de elementos, de la Quimera <i>Il</i>.6.179, 16.329, de las Furias, S.<i>OC</i> 127, Κρονίων Orph.<i>A</i>.23, θήρ del león de Nemea, Theoc.25.258, ἀλκὴ (κήτεων) Opp.<i>H</i>.1.361, ταῦρος Nonn.<i>D</i>.11.161, θάλασσα Hes.<i>Sc</i>.207, πόντος Pi.<i>P</i>.1.14, τριόδους Pi.<i>I</i>.8.35, [[ἔγχος]] A.R.3.1232, ὀϊστοί Orph.<i>A</i>.177, ἀμαιμακέτοις ... βυθοῖς profundidades espantosas</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3575 (II a.C.), ποτὸν ἀχρήιστον ἀμαιμακέτου πίεν ἅλμης (Leandro) bebió un funesto brebaje de irresistible salmuera en el momento de ahogarse</i>, Musae.328<br /><b class="num">•</b>del fuego, Hes.<i>Th</i>.319, S.<i>OT</i> 177<br /><b class="num">•</b>fig. μένος Pi.<i>P</i>.3.33, κινηθμός Pi.<i>P</i>.4.208, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[que resiste a los elementos enfurecidos]] ἱστός <i>Od</i>.14.311<br /><b class="num">•</b>fig. [[tozudo]], [[tenaz]] νεῖκος B.11.64.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Varias hipótesis, pero ninguna segura: 1) De μαιμάω, μαιμάσσω, c. ἀ- intens. 2) De la raíz de μακρός. 3) De ἀ- priv. y μάχομαι, c. var. κ por χ del mismo tipo que [[δέκομαι]]/[[δέχομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμαιμάκετος]], -η, -ον και -ος, -ον (Α)<br />(επική [[λέξη]], σε [[χρήση]] και στους λυρικούς) [[ισχυρός]], [[ακατάσχετος]], [[ασυγκράτητος]], [[φοβερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ποιητική, ιδιαίτερα εκφραστική, που χρησιμοποιήθηκε ήδη στα ομηρικά έπη για να χαρακτηρίσει τη Χίμαιρα (ειδικότερα τη [[φωτιά]] που έβγαζε από το [[στόμα]] της), τη [[φωτιά]] γενικά κ.ά. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε με τη [[σημασία]] του «[[ακατάσχετος]], [[ακατανίκητος]]» κι [[έτσι]] συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. [[μάχομαι]]. Ερμηνεύεται ως [[προϊόν]] συνθέσεως του ἀ-επιτατ. <span style="color: red;">+</span> [[μαιμάω]], [[μαιμάσσω]] «[[είμαι]] [[ανυπόμονος]], [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], που στηρίζεται στην ομηρ. [[έκφραση]] [[ἀμαιμάκετος]] [[ἱστός]], η λ. προήλθε από ρ. -<i>μάκετος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>μήκετος</i> «[[μακρύς]], [[μεγάλος]]» με [[βράχυνση]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[περιμήκετος]]), ενώ το [[στοιχείο]] <i>μαι</i>- οφείλεται σε αναδιπλασιασμό. Η β΄ [[ερμηνεία]] προσκρούει στο ότι η [[χρήση]] της λ. [[ἀμαιμάκετος]] με τη λ. [[ἱστός]] [[είναι]] δευτερεύουσας σημασίας].
}}
}}