ἀμαιμάκετος

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαιμάκετος Medium diacritics: ἀμαιμάκετος Low diacritics: αμαιμάκετος Capitals: ΑΜΑΙΜΑΚΕΤΟΣ
Transliteration A: amaimáketos Transliteration B: amaimaketos Transliteration C: amaimaketos Beta Code: a)maima/ketos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Hes.Sc.207:—irresistible, old Ep. word, also in Lyr. and Trag. (lyr.); of Chimaera, Il.6.179, 16.329; of fire vomited by her, Hes.Th.319; of fire generally, S.OT177; θάλασσα, πόντος, Hes.Sc.207, Pi.P.1.14; of ship's mast, proof against any strain, Od.14.311; of the trident, Pi.I.8(7).37; ἀ. μένος, κινηθμός, P.3.33, 4.208; νεῖκος stubborn, B.10.64; of the Furies, S.OC127; ἀ. βυθοῖς in unfathomable depths, IG3.900. [Usu. derived fr. - intens., μαιμάω, i.e. furious; but apptly. connected with ἄμαχος by Poets.]

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Grafía: graf. ἀμεμακ- Hsch.
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον Hes.Sc.207]
1 terriblemente furioso, monstruoso, irresistible, contra lo que no hay fuerza humana de seres monstruosos y de elementos, de la Quimera Il.6.179, 16.329, de las Furias, S.OC 127, Κρονίων Orph.A.23, θήρ del león de Nemea, Theoc.25.258, ἀλκὴ (κήτεων) Opp.H.1.361, ταῦρος Nonn.D.11.161, θάλασσα Hes.Sc.207, πόντος Pi.P.1.14, τριόδους Pi.I.8.35, ἔγχος A.R.3.1232, ὀϊστοί Orph.A.177, ἀμαιμακέτοις ... βυθοῖς profundidades espantosas, IG 22.3575 (II a.C.), ποτὸν ἀχρήιστον ἀμαιμακέτου πίεν ἅλμης (Leandro) bebió un funesto brebaje de irresistible salmuera en el momento de ahogarse, Musae.328
del fuego, Hes.Th.319, S.OT 177
fig. μένος Pi.P.3.33, κινηθμός Pi.P.4.208, cf. Hsch.
2 que resiste a los elementos enfurecidos ἱστός Od.14.311
fig. tozudo, tenaz νεῖκος B.11.64.
• Etimología: Varias hipótesis, pero ninguna segura: 1) De μαιμάω, μαιμάσσω, c. ἀ- intens. 2) De la raíz de μακρός. 3) De ἀ- priv. y μάχομαι, c. var. κ por χ del mismo tipo que δέκομαι/δέχομαι.

German (Pape)

[Seite 114] η, ον, sehr lang; das erste α ist intens. (oder euphon.), μαι ist eine nicht ungewöhnliche Art von Reduplication, μάκετος verhält sich zu μακρός, μῆκος, wie πάχετος Od. 8, 187. 23, 191 zu παχύς, πάχος, πῆχυς; vgl. περιμήκετος Iliad. 14, 287 Od. 6, 103; Hom. dreimal, Od. 14, 311 ἱστὸν ἀμαιμάκετον νηός, Iliad. 6, 179. 16, 329 Χίμαιραν ἀμαιμακέτην; nämlich der Leib des Ungethüms ist wirklich sehr lang, 6, 181 πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα; Homer setzt hinzu δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο; dies mißverstand Hesiod., als sei es Erklärung des ἀμαιμακέτην, u. sagt deshalb Th. 319 Χίμαιραν ἔτικτε, πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ; sodann bezeichnete man durch das Wort alles Große, Furchtbare, Gewaltige; man stellte eine Etymologie = ἄμαχος auf, unbezwinglich; Pind. πόντος P. 1, 14 (vgl. βύθοι Anth. App. 234); τριόδους I. 7. 35; μένος P. 3, 33; κινηθμὸς πετρᾶν P. 4, 308; Soph. πῦρ O. R. 177 ch., die Eumeniden O. C. 127 ch.; βασιλῆες Orph. Arg. 518; κρᾶς ταύρου Ant. Sid. 115 (VI, 18); öfter sp. Ep.; θήρ Theocr. 25, 258.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 invincible, irrésistible ; redoutable;
2 fort, solide.
Étymologie: , μαιμάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαιμάκετος: (ᾰκ)
1 неодолимый, неукротимый (Χίμαιρα Hom.; πῦρ Hes., Soph.: πόντος Pind.; θήρ Theocr.);
2 крепкий, прочный (ἱστός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαιμάκετος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἡσ.: - ἀκατάσχετος, φοβερός, χαλεπός, ἄμαχος, ἀκαταγώνιστος, ἀρχαία Ἐπ. λέξις, ἐν χρήσει καὶ παρὰ λυρ. ποιηταῖς: περὶ τῆς χιμαίρας, Ἰλ. Ζ. 179, Π. 329· περὶ τοῦ πυρὸς τὸ ὁποῖον αὕτη ἐξερεύγεται, Ἡσ. Θ. 319· περὶ τοῦ πυρὸς ἐν γένει, Σοφ. Ο. Τ. 177· περὶ τῆς θαλάσσης, Ἡσ. Ἀσπ. 207, Πινδ. Π. 1. 28· ἐπὶ ἰσχυροῦ, ἀκαταβλήτου ἱστοῦ, Ὀδ, Ξ. 311· ἐπὶ τῆς τριαίνης, Πινδ. Ι. 8 (7). 74: ἀμ. μένος, κινηθμός, ὁ αὐτ. Π. 3. 58., 4. 370· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 127· ἀμ. βυθοῖς, εἰς ἀκαταμέτρητα βάθη, Συλλ. Ἐπιγρ. 434· (πιθ. ἐκ τοῦ ἄμαχος, ἀμάχετος, διά τινος ἀναδιπλασιασμοῦ· πρβλ. ἀταρτηρός).

English (Autenrieth)

doubtful word, unconquerable, monstrous; epithet of the Chimaera, Il. 6.179 and Il. 16.329; of a floating mast, ‘huge,’ Od. 14.311.

English (Slater)

ᾰμαιμᾰκετος irresistible, unyielding γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον (P. 1.14) μένει θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ (sc. Ἄρτεμιν) (P. 3.33) συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν (P. 4.208) ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου (I. 8.35)

Greek Monolingual

ἀμαιμάκετος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
(επική λέξη, σε χρήση και στους λυρικούς) ισχυρός, ακατάσχετος, ασυγκράτητος, φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ποιητική, ιδιαίτερα εκφραστική, που χρησιμοποιήθηκε ήδη στα ομηρικά έπη για να χαρακτηρίσει τη Χίμαιρα (ειδικότερα τη φωτιά που έβγαζε από το στόμα της), τη φωτιά γενικά κ.ά. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημασία του «ακατάσχετος, ακατανίκητος» κι έτσι συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. μάχομαι. Ερμηνεύεται ως προϊόν συνθέσεως του ἀ-επιτατ. + μαιμάω, μαιμάσσω «είμαι ανυπόμονος, επιθυμώ σφόδρα». Κατ’ άλλη άποψη, που στηρίζεται στην ομηρ. έκφραση ἀμαιμάκετος ἱστός, η λ. προήλθε από ρ. -μάκετος < -μήκετος «μακρύς, μεγάλος» με βράχυνση (πρβλ. και περιμήκετος), ενώ το στοιχείο μαι- οφείλεται σε αναδιπλασιασμό. Η β΄ ερμηνεία προσκρούει στο ότι η χρήση της λ. ἀμαιμάκετος με τη λ. ἱστός είναι δευτερεύουσας σημασίας].

Greek Monotonic

ἀμαιμάκετος: -η, -ον και -ος, -ον, Επικ. τύπος του ἄμαχος,
1. ασυναγώνιστος, ακατανίκητος, σε Όμηρ., Σοφ.
2. δυνατός, ισχυρός, ακατάβλητος, λέγεται για κατάρτι, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

(), -ον
Grammatical information: adj.
Meaning: Homeric epithet of unknown meaning (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. For connections with μακρός, μαιμάω, μάχομαι, prob. all to be rejected, s. Bechtel Lex., Debrunner GGA 1910, 12). - One might think of a Pre-Greek word, *a-mai-mak-eto- (with proth. vowel, redupl.)?

Middle Liddell

[epic form of ἄμαχος
1. irresistible, Hom., Soph.
2. strong, stubborn, of a mast, Od.

Frisk Etymology German

ἀμαιμάκετος: (-η), -ον
{amaimáketos}
Meaning: episches Beiwort unsicherer Bedeutung; vom Epos drang es auch in die lyrische Sprache ein.
Etymology: Wegen der nicht näher feststellbaren Bedeutung schweben alle Erklärungsversuche in der Luft (: μακρός, μαιμάω, μάχομαι?, s. Bechtel Lex., Debrunner GGA 1910, 12). Da das Wort wahrscheinlich schon den Rhapsoden nicht recht verständlich war, wurde es in verschiedenen Zusammenhängen ziemlich willkürlich gebraucht.
Page 1,84

Translations

irresistible

Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig