αμνησίκακος: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:52, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμνησίκακος, -ον)
αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μνησίκακος.
ΠΑΡ. ἀμνησικακία
αρχ.
ἀμνησικακῶ].