μνησίκακος
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
μνησίκακον, bearing malice, revengeful, Arist.EN1125a3, Rh.1381b4, LXX Pr.12.28.
German (Pape)
[Seite 195] des erlittenen Unrechts, angethaner Beleidigung eingedenk, Böses nachtragend, Arist. Eth. 4, 3 u. Sp., wie Plut. de defect. orac. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui conserve un ressentiment, qui garde rancune.
Étymologie: μνάομαι, κακόν.
Russian (Dvoretsky)
μνησίκᾰκος: (ῐ) злопамятный или мстительный Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μνησίκᾰκος: -ον, ὁ ἀπομνημονεύων τὰ κακὰ ἃ ἔπαθε παρά τινος, ἐκδικητικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 30, Ρητ. 2. 4, 17.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μνησίκακος, -ον)
αυτός που διατηρεί στη μνήμη του κακό το οποίο κάποτε υπέστη και επιδιώκει να πάρει εκδίκηση, εκδικητικός («ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης ζωῆς, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον», Αριστοτ.). Επιρρ. μνησίκακα
με μνησίκακο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + κακός].
Greek Monotonic
μνησίκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που θυμάται τις αδικίες που του έγιναν στο παρελθόν, εκδικητικός, σε Αριστ.
Middle Liddell
μνησί-κᾰκος, ον κακόν
bearing malice, Arist.
Mantoulidis Etymological
(=ἐκδικητικός). Ἀπό τό μιμνῄσκομαι + κακός.
Παράγωγα: μνησικακῶ, μνησικακία, ἀμνησίκακος, καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα μιμνῄσκω.