αργυροστερής: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 06:58, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀργυροστερής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].