βάτινος: Difference between revisions

7
(6_10)
(7)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βάτινος''': -η, -ον, ([[βάτος]]) ἐκ τοῦ βάτου, Γαλην. 6, 346.
|lstext='''βάτινος''': -η, -ον, ([[βάτος]]) ἐκ τοῦ βάτου, Γαλην. 6, 346.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον mes. [[denso]] Hsch.β 334.
}}
{{grml
|mltxt=και βάτσινος και [[βάτικος]], -η, -ο<br />Ι. (για [[δέντρο]] και θάμνους) αυτός που παράγει καρπούς όμοιους με του βάτου<br />ΙΙ. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[βάτσινο]], το (Α [[βάτινον]])<br />ο [[καρπός]] του βάτου, το [[βατόμουρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάτος]](Ι). Ο τ. <i>βάτσινος</i> [[αντί]] [[βάτινος]] με [[τροπή]] του -<i>τ</i>- σε -<i>τσ</i>- [[κατά]] την [[προφορά]] της λέξεως].
}}
}}