βάτινος

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

German (Pape)

[Seite 439] vom Dornstrauch, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

βάτινος: -η, -ον, (βάτος) ἐκ τοῦ βάτου, Γαλην. 6, 346.

Spanish (DGE)

-ον mes. denso Hsch.β 334.

Greek Monolingual

και βάτσινος και βάτικος, -η, -ο
Ι. (για δέντρο και θάμνους) αυτός που παράγει καρπούς όμοιους με του βάτου
ΙΙ. το ουδ. ως ουσ. βάτσινο, το (Α βάτινον)
ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάτος(Ι). Ο τ. βάτσινος αντί βάτινος με τροπή του -τ- σε -τσ- κατά την προφορά της λέξεως].