γειτονικός: Difference between revisions
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
(8) |
(No difference)
|
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
(8) |
(No difference)
|
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γείτονα
2. αυτός που βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο.