γειτονικός: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(8)
(No difference)

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γείτονα
2. αυτός που βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο.