άλλο

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
βλ. άλλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουδέτερο του άλλος με επιρρηματική χρήση).