δειλοκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_16)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δειλοκάρδιος''': -ον, [[δειλός]], ἄτολμος, Βυζ.
|lstext='''δειλοκάρδιος''': -ον, [[δειλός]], ἄτολμος, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[δειλοκάρδιος]] -ον (Μ)<br />Ι. [[δειλός]], [[άτολμος]] («ψυχὴν δὲ δειλοκάρδιον... ἔχων»)<br />||. <b>επίρρ.</b> <i>δειλοκαρδίως</i><br />[[δειλά]], άτολμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δειλός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

δειλοκάρδιος: -ον, δειλός, ἄτολμος, Βυζ.

Greek Monolingual

δειλοκάρδιος -ον (Μ)
Ι. δειλός, άτολμος («ψυχὴν δὲ δειλοκάρδιον... ἔχων»)