δειλοκάρδιος
From LSJ
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
Greek (Liddell-Scott)
δειλοκάρδιος: -ον, δειλός, ἄτολμος, Βυζ.
Greek Monolingual
δειλοκάρδιος -ον (Μ)
Ι. δειλός, άτολμος («ψυχὴν δὲ δειλοκάρδιον... ἔχων»)