δειλοκάρδιος

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek (Liddell-Scott)

δειλοκάρδιος: -ον, δειλός, ἄτολμος, Βυζ.

Greek Monolingual

δειλοκάρδιος -ον (Μ)
Ι. δειλός, άτολμος («ψυχὴν δὲ δειλοκάρδιον... ἔχων»)