δευτεραίος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(9)
(No difference)

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Greek Monolingual

δευτεραῑος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται ή πράττει κάτι τη δεύτερη μέρα
2. το θηλ. ως ουσ. φρ. «τῇ δευτεραίᾳ», «τῇ δευταραίη» — κατά τη δεύτερη μέρα, την επομένη.