δευτεραίος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(9) |
(No difference)
|
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(9) |
(No difference)
|
δευτεραῑος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται ή πράττει κάτι τη δεύτερη μέρα
2. το θηλ. ως ουσ. φρ. «τῇ δευτεραίᾳ», «τῇ δευταραίη» — κατά τη δεύτερη μέρα, την επομένη.