διακυρίττομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6_5) |
(9) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακῠρίττομαι''': ἀποθ., [[κερατίζω]] τινά, [[προσβάλλω]] τινὰ διὰ τῶν κεράτων δίκην τράγου, [[ἀντιμάχομαι]], τινὶ Συνές. 77C. | |lstext='''διακῠρίττομαι''': ἀποθ., [[κερατίζω]] τινά, [[προσβάλλω]] τινὰ διὰ τῶν κεράτων δίκην τράγου, [[ἀντιμάχομαι]], τινὶ Συνές. 77C. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[darse de cabezadas]], [[toparse]], [[chocarse]] διακυρίττεται δεδιδαγμένῳ κριῷ (para alardear de la dureza de su cráneo), Synes.<i>Calu</i>.13, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ πάντα τολμῶν ... αὐτῷ διακυρίττεται τῷ θεῷ Synes.<i>Ep</i>.41 (p.64). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διακυρίττομαι]] (Α) [[κυρίττομαι]]<br />[[χτυπώ]] κάποιον με τα κέρατα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:03, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 585] eigtl. sich untereinander wie die Böcke stoßen, im Stoßen wetteifern, Sp., τινί.
Greek (Liddell-Scott)
διακῠρίττομαι: ἀποθ., κερατίζω τινά, προσβάλλω τινὰ διὰ τῶν κεράτων δίκην τράγου, ἀντιμάχομαι, τινὶ Συνές. 77C.
Spanish (DGE)
darse de cabezadas, toparse, chocarse διακυρίττεται δεδιδαγμένῳ κριῷ (para alardear de la dureza de su cráneo), Synes.Calu.13, cf. Hsch.
•fig. ὁ πάντα τολμῶν ... αὐτῷ διακυρίττεται τῷ θεῷ Synes.Ep.41 (p.64).
Greek Monolingual
διακυρίττομαι (Α) κυρίττομαι
χτυπώ κάποιον με τα κέρατα.