διασπαραγμός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_14)
(9)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασπαραγμός''': ὁ, διασπάραξις, «καταξέσχισμα», Ἰωάν. Χρυσόστ. 7. 515.
|lstext='''διασπαραγμός''': ὁ, διασπάραξις, «καταξέσχισμα», Ἰωάν. Χρυσόστ. 7. 515.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[rasgadura]], [[desgarramiento]] τοῦ χιτῶνος Chrys.M.62.764.
}}
{{grml
|mltxt=ο και διασπάραξη, η (Μ [[διασπαραγμός]] και διασπάραξις, -εως)<br />[[κατακρεούργηση]], κατασπάραξη.
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 603] ὁ, das Zerfleischen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασπαραγμός: ὁ, διασπάραξις, «καταξέσχισμα», Ἰωάν. Χρυσόστ. 7. 515.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
rasgadura, desgarramiento τοῦ χιτῶνος Chrys.M.62.764.

Greek Monolingual

ο και διασπάραξη, η (Μ διασπαραγμός και διασπάραξις, -εως)
κατακρεούργηση, κατασπάραξη.