διαναπείρω: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(big3_11)
(9)
 
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[διαμπείρω]].
|dgtxt=v. [[διαμπείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[διαναπείρω]] και [[διαμπείρω]] (Α)<br />[[διατρυπώ]] [[πέρα]] ως [[πέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διαμπερές]].
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

διαναπείρω: (μόνον ποιητ. διαμπείρω) διαπερῶ, διατρυπῶ, Κόϊντ. Σμ. 1. 614.

Spanish (DGE)

v. διαμπείρω.

Greek Monolingual

διαναπείρω και διαμπείρω (Α)
διατρυπώ πέρα ως πέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διαμπερές.