διαμπείρω
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
poet. for διαναπ-, Q.S.1.614, Hsch.
Spanish (DGE)
poét. por διαναπείρω atravesar de parte a parte, ensartar ἀμφ' ὀβελοῖσιν ... σπλάγχνα Q.S.1.613, cf. Hsch.s.u. διαμπείρας.
German (Pape)
[Seite 591] durchbohren, Qu. Sm. 1, 614.
Greek (Liddell-Scott)
διαμπείρω: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διαναπείρω, Κόϊντ. Σμ. 1. 614, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
βλ. διαναπείρω.