έθεν: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(10)
(No difference)

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἕθεν (Α)
αρσ. και θηλ. γεν. της αντων. ἕ (αυτού).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. ε].