έθεν

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056

Greek Monolingual

ἕθεν (Α)
αρσ. και θηλ. γεν. της αντων. ἕ (αυτού).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. ε].