εγωιστής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(10)
(No difference)

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
εγωίστρια, η
εγωιστούδικο, το
αυτός που φροντίζει μόνο για το προσωπικό του όφελος, αδιαφορώντας για τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. (πρβλ. γαλλ. egoiste < λατ. ego)].