ενδόμυχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(12)
(No difference)

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνδόμυχος, -ον)
αυτός που βρίσκεται στον μυχό, στο βάθος της ψυχής και δεν εκφράζεται («ενδόμυχες σκέψεις, ενδόμυχη ελπίδα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ενδόμυχος
κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών ενδομυχιδών
αρχ.
1. (για νόσο) ύπουλος
2. (για πρόσωπο) κρυψίνους, επίβουλος.