εξόμφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(12)
(No difference)

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐξόμφαλος, -ον)
1. εκείνος, του οποίου προεξέχει ο ομφαλός
2. το αρσ. ως ουσ. ἐξόμφαλος
ο ομφαλός που προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομφαλός].