εξόμφαλος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐξόμφαλος, -ον)
1. εκείνος, του οποίου προεξέχει ο ομφαλός
2. το αρσ. ως ουσ.ἐξόμφαλος
ο ομφαλός που προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομφαλός].