επίψογος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(14)
(No difference)

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίψογος, -ον)
εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν μέντοι δεῑ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῑς γιγνομένων», Ξεν.)
αρχ.
ψογερός, αυτός που ψέγει κάποιον («ἐπίψογος φάτις»).