ἐρυκάνω: Difference between revisions

14
(14)
(14)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρυκάνω]] (Α)<br />(επικ. [[τύπος]]) [[ερυκανώ]].
|mltxt=[[ἐρυκάνω]] (Α)<br />(επικ. [[τύπος]]) [[ερυκανώ]].
}}
{{grml
|mltxt=ἐρυκανῶ, -άω (Α)<br />(ποιητ. [[αντί]] [[ερύκω]]) [[κωλύω]], [[εμποδίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], [[κρατώ]].
}}
}}