ἐρυκάνω
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
German (Pape)
[Seite 1036] dasselbe, ἐρύκανε πάντας ἑταίρους Od. 10, 429.
French (Bailly abrégé)
seul. 3ᵉ sg. impf. ἐρύκανε;
c. ἐρυκανάω.
Greek Monolingual
ἐρυκάνω (Α)
(επικ. τύπος) ερυκανώ.
ἐρυκανῶ, -άω (Α)
(ποιητ. αντί ερύκω) κωλύω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, κρατώ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῡκάνω: (только 3 л. sing. impf. ἐρύκανε) Hom. = ἐρύκω.