ἐρυκάνω

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

German (Pape)

[Seite 1036] dasselbe, ἐρύκανε πάντας ἑταίρους Od. 10, 429.

French (Bailly abrégé)

seul. 3ᵉ sg. impf. ἐρύκανε;
c. ἐρυκανάω.

Greek Monolingual

ἐρυκάνω (Α)
(επικ. τύπος) ερυκανώ.
ἐρυκανῶ, -άω (Α)
(ποιητ. αντί ερύκω) κωλύω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, κρατώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῡκάνω: (только 3 л. sing. impf. ἐρύκανε) Hom. = ἐρύκω.